παντοιοτρόπως

παντοιοτρόπως
ΝΜΑ
επίρρ. βλ. παντοιότροπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πανταχή — Α επίρρ. 1. σε όλα τα μέρη, παντού 2. σε κάθε μέρος τού... («κατέστασαν γὰρ τοῡ Ἑλλησπόντου πανταχῇ», Ηρόδ.) 3. σε όλες τις πλευρές («προσέβαλλαν τε πανταχῇ αὐτοῑς κύκλῳ», Θουκ.) 4. προς κάθε κατεύθυνση («διασκοπεῑν πανταχή», Αριστοφ.) 5. με κάθε …   Dictionary of Greek

  • παντοιότροπος — ον, Α ο κάθε είδους. επίρρ... παντοιοτρόπως ΝΜΑ με όλους τους τρόπους, με όλα τα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντοῖος + τρόπος (πρβλ. πολύ τροπος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”